Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Παρασκευή, Παραμονή Ψυχοσάββατου 1 - ΛΕΥΚΑ;















Παρασκευή, Παραμονή Ψυχοσάββατου

...Απ' το πρωί, δεν μού έρχονταν καλά, να μη βράσω το δικό μου σταράκι...
Είχα φροντίσει να Διαβαστούν οι Ψυχές μου, στον Άγιο Νεκτάριο Βόλου, την βραδιά που άναψα τα καντηλάκια, με την οικονομική συμμετοχή μου στον μεγάλο δίσκο. (ΕΔΩ)

Αυτό, βέβαια, με ξεάγχωσε και δεν ήξερα, αν είχα σπίτι απ' όλα τα υλικά.

Εν ολίγοις, παρασκευή μεσημέρι, έτοιμο το σταράκι, έστω και με λίγη ζάχαρη άχνη.
Το πολύ πολύ, αναλόγως που θα πήγαινα, θα έπαιρνα από ένα μάρκετ, θα συμπλήρωνα και θα έβαζα νέα χρυσά κουφετάκια, από πάνω.

Είχα χρόνο τ' απόγευμα, θα πήγαινα χαλαρά. Μπορούσα να το βάλω στο ψυγείο και να το πάω και Σάββατο πρωί.

Όπως προέκυπτε.

Εκείνη τη μέρα, ήμουνα κοτόπουλο. Δεν μ' αφήσαν να κοιμηθώ, ούτε το πρωί, ούτε το μεσημέρι.

Ήρθε ο γιος, θα έφευγε ο γιος.
"Σε πόση ώρα, γιε;"
"Τέταρτο με είκοσι λεπτά."
"Μπα, δεν προλαβαίνω να με πάρεις. Θα κατέβω αργότερα με την αστική. Πάω να ξαναξαπλώσω, λίγο."

Πήγα. Η ώρα ήταν 4 και μισή.
Δεν πέρασαν 5 λεπτά, άνοιξε την πόρτα με ορμή η Ελπίδα η γάτα μου (κάτι που το κάνει σπάνια και μόνο για γεγονός - είναι Θεοσταλμένο, τελικά, σιγουρεύτηκα), πήδηξε στο κρεβάτι μου, έσπρωχνε με το κεφάλι της το κεφάλι μου, "Φύγε Ελπίδα, θα σού ρίξω σπρέυ", η γνωστή απειλή, με δαγκώνει μια πίσω στον λαιμό, μια στα πόδια και τότε πετάχτηκα πάνω, και 5 παρά 10, μ' είχε αφήσει ο γιος με την μηχανή, στο Παλιό Νεκροταφείο Βόλου.

Κοίταξα τον δρόμο, κοντά είχε μάρκετ, μα τα πόδια έστριψαν και βάδιζαν τον μακρύ διάδρομο, σαν υπνωτισμένη.

Έφτασα, κλειστά, 5 θα έρθει ο Ιερέας, ας δω πως έγινε το σταράκι τώρα που πετάξαμε με δυο ρόδες, και βλέπουμε...
"Ποτέ δεν είναι αργά, να πάω και στο μάρκετ. Κουφετάκια είχα πάρει μαζί μου.

Χμ! Θα με παρεξηγούσαν και δεν θα με παρεξηγούσαν οι ζωντανοί!
Καλό ήταν! Φαίνονταν λίγο στις άκρες το στραγάλι, τα κουφετάκια βούλιαξαν κάποια, δεν πειράζει, νέα, και καλύτερος Σταυρός, έτοιμο!
Οι αγαπημένοι μου, δε θα με παρεξηγούσαν. Βλέπουν. Ξέρουν πως τους θυμάμαι και πως προσεύχομαι για την Ψυχή τους, πάντα!

Ε, αφού είναι κλειστά, αφού είναι εμφανήσιμο το σιταράκι, δε βγάζω και καμιά φωτογραφία, εδώ που οι Αγιογραφίες "περπατήσανε" και βγήκανε, ακόμα και έξω απ' το εκκλησάκι;

Ξεκίνησα, "κλικ- Κλικ"  και τσουπ, ανοίγει η πόρτα!
Κόσμος έβγαινε! Γνωστοί, κιόλας! Άνθρωποι που είχα συναντήσει και πέρ' σι!

Μα, μού, "είχαμε κλειστά γιατί δούλευε το αιρ-κοντίσιον", είπαν οι άνθρωποι!

Όταν πρωτοείδα τις φώτο, είπα: "Μα πόσο κοιμισμένη ήμουνα και δεν κατάλαβα ότι ήταν αναμμένος ο πολυέλαιος;
Κι εκείνη η ταμπέλα, με σιγούρεψε!
Ήξερα ότι πήγα και νωρίτερα, ένα αυτοκίνητο υπήρχε, κανένας άνθρωπος, κανένας ήχος!

Ήταν να πάω, τότε, και να συμβεί, έτσι, ακριβώς.
Ήταν προσχεδιασμένο από Ψηλότερα, δεν το συζητάμε.

Χαιρέτησα τον κόσμο, έκανα τα υπόλοιπά μου "κλικ" στα γρήγορα, να μην αφήσω κάποια Αγιογραφία παραπονεμένη και μπήκα στο εκκλησάκι.
























Ώπα, κι είχε αρχίσει!
Μια γιαγιά, διάβαζε το σταράκι της.
Ήταν, ν' ακουστούν μαζί τα ονόματα των αγαπημένων μας.

Κι ύστερα, κοίταξα τον Άγιο Εφραίμ. Τί φοράει;
Λευκό, Λευκό!
Ναι, ναι, αντηλιά, το ξέρω!
Μα πόση αντηλιά, με κλειστή την πόρτα;
Λευκός όλος ο Θόλος!
Όλοι οι Άγιοι, εκεί κοντά!
Πρώτη φορά ασπρίσαν όλοι!
Γιατί;
Μέχρι τώρα, μόνο ο Άγιος Εφραίμ άσπριζε και τό 'παιρνα και για ΚΑΛΟ!
Τώρα; Πώς να το πάρω;
ΣΕ ΚΑΛΟ!

"Μπορώ να φωτογραφήσω;"
"Γιατί;"
"Γιατί πέρ' σι ο Άγιος Εφραίμ φαινόταν Λευκός, το ίδιο και εφέτος!|
"Ναι."

Μετά είδα ΟΛΟΝ τον θόλο, δεν το είχα δει.!

Κάποιες κυρίες, μάλλον ενοχλήθηκαν και μού μίλησαν απότομα.

"Μπορώ να προσκυνήσω;"

"Βεβαίως και Συγγνώμη! Θέλω να προλάβω τα Λευκά..."

;;;;

Εξήγησα. Δεν έβλεπαν. Να κι από δω, κι από κει, έτσ' αλλιώς, ΝΑΙ, ναι, είπαν κάποιες, κ.λ.π.
Τελικά, τις άφησα να δείχνουν η μία στην άλλη, κι έφυγα.
Ελπίζω να μην ξέχασαν να προσκυνήσουν, μετά! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου