Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ (Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Ιουλίου 1812)
Αντί για την πατρίδα του ήρθε στην Κωνσταντινούπολη. Έστειλε και μια επιστολή στον γέροντά του παρακαλώντας τον να διαβάζει την παράκληση. Έπειτα έτρεξε στο σπίτι του αγά ,όπου είχε εξισλαμισθεί . Παρουσιάσθηκε μπροστά του και του είπε : Εγώ είμαι εκείνος ο μικρός και άκακος Γεώργιος που γελάστηκα από την αφέλειά μου, από τα λόγια της γυναίκας σου και έγινα Τούρκος. Τώρα που μεγάλωσα κατάλαβα πόση διαφορά έχει το φως από το σκοτάδι και ομολογώ ότι γεννήθηκα Χριστιανός, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα πεθάνω. Ο αγάς άρχισε με κολακευτικά λόγια στην αρχή, ταξίματα για πλούτη και αξιώματα. Τον κράτησε τρεις μέρες στο σπίτι μήπως και τον πείσει ν’ αλλάξει γνώμη. Κατόπιν του πρότεινε να φύγει και να πάει σ’ άλλον τόπο να ζει ως χριστιανός , μόνο να φύγει ως Τούρκος από την πόλη για να μη κινδυνεύσει η ζωή του. Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος. Τον παρέδωσε τότε στον σέχη ( μουσουλμάνο κληρικό) που του είχε κάνει και την περιτομή για να τον νουθετήσει. Κι αυτός μετά την αποτυχία του να τον μεταστρέψει τον παρέδωσε στην εξουσία. Ο κριτής εξέτασε την υπόθεση και ο άγιος ομολόγησε μπροστά σε όλους την πίστη του στον Χριστό.
Όρμησαν τότε πάνω του όλοι οι παριστάμενοι αγαρηνοί σαν αιμοβόρα θηρία και οι δήμιοι τον έδειραν αρχικά με ωμά νεύρα βοδιού, ύστερα τον έκλεισαν στη φυλακή και τον πλάκωσαν στο στήθος με μια βαριά πέτρα. Έμεινε εκεί δέκα ημέρες , αβλαβής, κατά παράδοξο, θαυματουργικό τρόπο. Για δεύτερη φορά οδηγήθηκε στον δικαστή. Σωφρονίστηκες μ’ αυτή την τιμωρία ή εμμένεις στην πίστη του Χριστού ; τον ρώτησε ο δικαστής. Ο Άγιος του απήντησε : Οι τιμωρίες σου για μένα είναι χαρά, διότι λαμπρύνουν την ψυχή μου . Τον δε γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό ουδέποτε Τον αρνούμαι , ακόμα κι αν με καταδικάσεις σε χιλιάδες θανάτους. Τότε οργισμένος ο δικαστής διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Ήταν ο άγιος τότε εικοσιπέντε ετών. Πηγαίνοντας τον στον τόπο της καταδίκης, στο Μπαμπά Χουμπάι, κοντά στην Αγιά Σοφιά, δεν έπαυαν να τον παρακινούν στην άρνηση. Ο άγιος καθόλου δεν τους έδινε σημασία. Απ’ όσους Χριστιανούς συναντούσε ζητούσε συγχώρηση. Όταν έφτασαν στον καθορισμένο τόπο τον διέταξε ο δήμιος να γονατίσει. Ο άγιος γονάτισε προς την ανατολή λέγοντας Μνήσθητί μου, Κύριε .Ο δήμιος τον γύρισε προς την δύση , εκείνος ,χάνοντας δήθεν την ισορροπία του, στράφηκε πάλι στην ανατολή, οπότε αγανακτισμένος ο δήμιος με μια σπαθιά του απέκοψε το κεφάλι, το οποίο έμεινε , επί ώρα μετά τον αποκεφαλισμό, γελαστό. Το δε σώμα έμεινε γονατιστό ως προσευχόμενο για περισσότερο από ένα τέταρτο και μετά διπλώθηκε ήσυχα κάτω ,σαν να κοιμήθηκε. Αμέσως φάνηκε από τον ουρανό θείο φως πάνω στο άγιο λείψανο.
Πλήθος χριστιανοί προσέτρεξαν και όλοι κάτι ήθελαν να πάρουν από τον μάρτυρα. Άπειρα θαύματα ακολούθησαν αμέσως μετά το μαρτύριο. Κάποιοι χριστιανοί κατόρθωσαν δίνοντας πολλά χρήματα να πάρουν και να ενταφιάσουν το πάντιμο λείψανο στη νήσο Πρώτη.
Το έτος 1815 ανεκομίσθη το άγιο λείψανο και μετεφέρθη στην Ι. Μ, Προυσού από τον γνωστό λόγιο κληρικό και ηγούμενο της μονής Κύριλλο Καστανοφύλλη .
πηγή